χαλιναγώγηση — η, Ν 1. η οδήγηση και ο έλεγχος τής κίνησης αλόγου με χαλινάρι 2. μτφ. συγκράτηση, αναχαίτιση, ανακοπή («χαλιναγώγηση τών παθών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλιναγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. χαλιναγώγησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χαλιναγώγηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του χαλιναγωγώ, η οδήγηση με τη βοήθεια χαλινού, η συγκράτηση με το χαλινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… … Dictionary of Greek
περιστολή — η, ΝΜΑ [περιστέλλω] νεοελλ. 1. η ελάττωση τής έκτασης ή τής ποσότητας ενός πράγματος, περικοπή, περιορισμός («περιστολή τών δημόσιων δαπανών») 2. συγκράτηση μέσα στα επιτρεπτά όρια τού κώδικα καλής συμπεριφοράς, χαλιναγώγηση, καταστολή (α.… … Dictionary of Greek
συγκράτηση — η / συγκράτησις, ήσεως, ΝΑ [συγκρατῶ] αναχαίτιση, παρεμπόδιση, ανακοπή πορείας ή λειτουργίας, σταμάτημα («δεν επιτεύχθηκε ακόμη η συγκράτηση τού πληθωρισμού») νεοελλ. 1. στήριξη, υποστήριξη, στερέωση 2. επιφυλακτική στάση, επιφύλαξη 3.… … Dictionary of Greek
συμμάζεμα — το, Ν [συμμαζεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμμαζεύω, συγκέντρωση σκόρπιων κυρίως πραγμάτων στο ίδιο σημείο 2. (ιδίως σχετικά με αγροτικά προϊόντα) συγκομιδή 3. τακτοποίηση, συγύρισμα («το δωμάτιό σου θέλει γερό συμμάζεμα») 4. σύσφιγξη … Dictionary of Greek
χαλίνωμα — τὸ, Μ [χαλινῶ] χαλιναγώγηση, συγκράτηση … Dictionary of Greek
χαλιναγωγία — η, Ν [χαλιναγωγώ] χαλιναγώγηση … Dictionary of Greek
συγκράτηση — η 1. στήριξη, στερέωση: Η συγκράτηση του ετοιμόρροπου τοίχου έγινε με δοκάρια. 2. αναχαίτιση, παρεμπόδιση: Η συγκράτηση του ορμητικού ρεύματος του ποταμού ήταν πια αδύνατη. 3. χαλιναγώγηση: Η συγκράτηση των ορμών απαιτεί δυνατή θέληση. 4. το να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)